- επιδεικτισμός
- οη επιδειξιομανία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδειξι(ο)μανία — η (ιατρ.), ψυχοπαθολογική κατάσταση, στην οποία ο άρρωστος βγάζει τα ρούχα του ή επιδείχνει τα γεννητικά του όργανα, ο επιδεικτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)